Strong's Concordance kataskaptó: to dig down Original Word: κατασκάπτωPart of Speech: Verb Transliteration: kataskaptó Phonetic Spelling: (kat-as-kap'-to) Short Definition: I dig down under, demolish Definition: I dig down under, demolish, undermine. Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2679: κατασκάπτωκατασκάπτω: 1 aorist κατεσκαψα; perfect passive participle κατεσκαμμένος; to dig under, dig down, demolish, destroy: τί, Romans 11:3, from 1 Kings 19:10; passive Acts 15:16 (R G L), from Amos 9:11 ((but see καταστρέφω)). (Tragg., Thucydides, Xenophon, and following). Strong's Exhaustive Concordance undermine, tear down, ruin. From kata and skapto; to undermine, i.e. (by implication) destroy -- dig down, ruin. see GREEK kata see GREEK skapto Forms and Transliterations κατασκαμμένον κατασκάπτει κατασκάπτειν κατασκαπτόμενον κατασκάπτονται κατασκαφήσεται κατασκάψατε κατασκάψει κατασκάψετε κατάσκαψον κατασκάψουσι κατασκάψω κατασκεψάμενοι κατασκεψαμένων κατασκέψασθαι κατασκέψασθε κατασκεψάσθωσαν κατασκέψεται κατεσκαμμένα κατεσκαμμέναι κατεσκαμμένον κατεσκάφη κατεσκάφησαν κατεσκαφήσεται κατεσκαψαν κατέσκαψαν κατέσκαψε κατέσκαψεν κατεσκέδασε κατεσκεψάμεθα κατεσκεψάμην κατεσκέψαντο κατεσκέψασθε kateskapsan katéskapsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel TextsEnglishman's Concordance Strong's Greek 26792 Occurrences κατεσκαμμένα — 1 Occ. κατέσκαψαν — 1 Occ. Acts 15:16 V-RPM/P-ANP GRK: καὶ τὰ κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀνοικοδομήσω INT: and the ruins of it I will build again Romans 11:3 V-AIA-3P |