853. aphanizó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 853: ἀφανίζω

ἀφανίζω; (passive, present ἀφανίζομαι); 1 aorist ἠφανίσθην; (ἀφανής);

a. to snatch out of sight, to put out of view, to make unseen (Xenophon, an. 3, 4, 8 ἥλιον νεφέλη παρακαλύψασα ἠφανισε namely, τήν πόλιν, Plato, Phil. 66 a. ἀφανιζοντες κρύπτομεν).

b. to cause to vanish away, to destroy, consume: Matthew 6:19f (often so in Greek writings and the Sept. (cf. Buttmann, § 130, 5)); passive to perish: Acts 13:41 (Luth.vorSchreckenvergehen); to vanish away, James 4:14 (Herodotus 7, 6; 167; Plato and following).

c. to deprive of lustre, render unsightly; to disfigure: τό πρόσωπον, Matthew 6:16.

Forms and Transliterations
αφανιεί αφανιείς αφανιείτε αφανιζει αφανίζει ἀφανίζει αφανίζεται αφανιζομενη αφανιζομένη ἀφανιζομένη αφανίζοντας αφανίζουσι αφανιζουσιν ἀφανίζουσιν αφανίσαι αφανίσαί αφανίσατε αφανίση αφανισθή αφανισθής αφανισθήσεται αφανισθήσονται αφανισθητε αφανίσθητε ἀφανίσθητε αφανισθώσι αφάνισον αφανίσω αφανίσωμεν αφανιώ ηφάνισε ηφάνισεν ηφανίσθη ηφανίσθησαν ηφανισμέναι ηφανισμένας ηφανισμένη ηφανισμένην ηφανισμένοι ηφανισμένοις ηφανισμένον ηφανισμένων aphanisthete aphanisthēte aphanísthete aphanísthēte aphanizei aphanízei aphanizomene aphanizomenē aphanizoméne aphanizoménē aphanizousin aphanízousin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
852
Top of Page
Top of Page