Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 644: ἀποσκίασμαἀποσκίασμα, ἀποσκιαστος, τό (σκιάζω, from σκιά), a shade cast by one object upon another, a shadow: τροπῆς ἀποσκίασμα shadow caused by revolution, James 1:17. Cf. ἀπαύγασμα. Forms and Transliterations απεσκλήρυνε απεσκοπεύσαμεν αποσκιασμα αποσκίασμα ἀποσκίασμα αποσκοπευόντων αποσκοπεύσω αποσκορακιεί αποσκορακίσης αποσκορακισμόν αποσοβών απόσπασμα aposkiasma aposkíasmaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |