Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4850: συμπρεσβύτεροςσυμπρεσβύτερος (T WH συνπρεσβυτερος (cf. σύν, II. at the end)), συμπρεσβυτερου, ὁ, a fellow-elder, Vulg.consenior (see πρεσβύτερος, 2 b.): 1 Peter 5:1. (Ecclesiastical writings.) Forms and Transliterations συμπρεσβύτερος συμπροπέμπων συμπροπέμψαι συμπροσέσται συμπροσπλακήσεται σύμπτωμα συμπτώματος συμπτωμάτων συνπρεσβυτερος συνπρεσβύτερος sumpresbuteros sympresbyteros sympresbýterosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |