Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4788: συγκλείωσυγκλείω (
T WH συνκλειω (cf.
σύν, II. at the end)): 1 aorist
συνεκλεισα; passive, present participle
συγγ(῾συν(᾿κλειόμενος,
Galatians 3:23 L T Tr WH; but
R G ibid. perfect participle
συγκεκλεισμενος; from
Herodotus down; the
Sept. chiefly for
סָגַר and
הִסְגִּיר,
to shut up (Latin
concludo), i. e.
a. to shut up together, enclose (so under the word σύν, II. 2; but others (e. g. Fritzsche as below Meyer on Galatians 3:22) would make the συν( always intensive, as in b.): a shoal of fishes in a net, Luke 5:6.
b. to shup up on all sides, shut up completely; τινα εἰς τινα or τί, so to deliver one up to the power of a person or thing that he is completely shut in, as it were, without means of escape: τινα εἰς ἀπείθειαν, Romans 11:32 (εἰς ἀγῶνα, Polybius 3, 63, 3; εἰς τοιαύτην ἀμηχανιαν συγκλεισθεις Ἀντιγονος μετεμελετο, Diodorus 19, 19; οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθροῦ, Psalm 30:9 (); τά κτήνη εἰς θάνατον, Psalm 77:50 (); cf. Fritzsche, Ep. ad Romans, ii., p. 545f); also τινα ὑπό τί, under the power of anything, i. e. so that he is held completely subject to it: ὑπό ἁμαρτίαν, Galatians 3:22 (the Scripture has shut up or subjected, i. e. declared them to be subject); namely, ὑπό νόμον, with the addition of εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, Galatians 3:23 (see above at the beginning); on these words see εἰς, B. II. 3 c. γ., p. 185{a} bottom.
Forms and Transliterations
συγκέκλεικε συγκεκλεικότας συγκεκλεισμένα συγκεκλεισμένας συγκεκλεισμένη συγκεκλεισμένοι συγκεκλεισμένω συγκλειόμενοι συγκλείοντα συγκλείσαι συγκλείσεις συγκλείσης συγκλεισθήσεταί συγκλεισθήσονται σύγκλεισον συγκλείων συνεκλεισαν συνέκλεισαν συνέκλεισάς συνέκλεισε συνέκλεισέ συνεκλεισεν συνέκλεισεν συνεκλείσθησαν συνκλειομενοι συνκλειόμενοι sunekleisan sunekleisen sunkleiomenoi synekleisan synékleisan synekleisen synékleisen synkleiomenoi syn'kleiómenoiLinks
Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts