Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4732: στερεόωστερεόω, στερέω: 1 aorist ἐστερέωσα; imperfect 3 person plural ἐστερεοῦντο; 1 aorist passive ἐστερεωθην; (στερεός); to make solid, make firm, strengthen, make strong: τινα, the body of anyone, Acts 3:16; τάς βάσεις, passive, Acts 3:7; passive, τῇ πίστει, as respects faith (see στερεός, at the end), Acts 16:5. (The Sept.; Xenophon, Diodorus.) Forms and Transliterations εστερεουντο εστερεούντο ἐστερεοῦντο εστερεώθη εστερεωθησαν εστερεώθησαν ἐστερεώθησαν εστερεωμένης εστερέωσα εστερέωσαν εστερέωσε εστερεωσεν ἐστερέωσεν εστερήθησαν εστέρησας εστέρησέ στερεών στερεώσαντι στερεώσας στερεώσεις στερήσει estereosen estereōsen esteréosen esteréōsen estereothesan estereōthēsan estereṓthesan estereṓthēsan estereounto estereoûntoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |