Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 3169: μεγαλοπρεπήςμεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπες, genitive μεγαλοπρεποῦς, (μέγας, and πρέπει it is becoming (see πρέπω)), befitting a great man, magnificent, splendid; full of majesty, majestic: 2 Peter 1:17. (2 Macc. 8:15 2Macc. 15:13; 3Macc. 2:9; Herodotus, Xenophon, Plato, others.) Forms and Transliterations εμεγαλορρημόνησαν εμεγαλορρημόνησας εμεγαλορρημόνησεν μεγαλοπρεπής μεγαλοπρεπους μεγαλοπρεπούς μεγαλοπρεποῦς μεγαλοπτέρυγος μεγαλορρήμονα μεγαλορρημονήσης μεγαλορρημονούντες μεγαλορρημοσύνη μεγαλοσάρκους μεγαλόφρων megaloprepous megaloprepoûsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |