Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2642: καταλιθάζωκαταλιθάζω: future καταλιθάσω; (see κατά, III. 3 (cf. Winers Grammar, 102 (97))); to overwhelm with stones, to stone: Luke 20:6. (Ecclesiastical writings.) Forms and Transliterations καταλιθασει καταλιθάσει καταλιθοβολήσαι καταλιθοβολήσουσί καταλίθον καταλιμπάνει καταλιμπανείν καταλιμπάνουσιν katalithasei katalitháseiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |