Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2633: κατάκρισιςκατάκρισις, κατακρίσεως, ἡ (κατακρίνω), condemnation: 2 Corinthians 3:9 (see δικονια, 2 a.); πρός κατάκρισιν, in order to condemn, 2 Corinthians 7:3. (Not found in secular authors.) Forms and Transliterations κατακεκρυμμένος κατακρισεως κατακρίσεως κατακρισιν κατάκρισιν κατακρύβηθι κατακρυβήναι κατακρύψαι κατακρύψεις κατάκρυψον κατακρύψουσιν κατακτήσασθαι κατακυλισθησόμεθα κατακυλίω κατεκρύβησαν κατέκρυψαν κατέκρυψας κατέκρυψεν κατεκύκλωσαν κατέκυψαν katakriseos katakriseōs katakríseos katakríseōs katakrisin katákrisinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |