2629. katakoptó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2629: κατακόπτω

κατακόπτω;

1. to cut up, cut to pieces (see κατά, III. 4); to slay: Isaiah 27:9; 2 Chronicles 34:7, etc.; Herodotus and following

2. to beat, bruise: ἑαυτόν λίθοις, Mark 5:5; (others retain here the primary meaning, to cut, gash, mangle).

Forms and Transliterations
κατακεκομμένην κατακεκομμένους κατακοπτων κατακόπτων κατακόψει κατακόψεις κατακόψουσι κατακόψουσιν κατακόψω κατακρατήσατε κατακράτησον κατέκοπτον κατεκόσμησέ κατεκόσμησεν κατέκοψαν κατέκοψε κατέκοψεν κατεκρατήθη κατεκρατήθησαν κατεκράτησαν κατεκράτησάν κατεκρατήσατε κατεκράτησεν katakopton katakoptōn katakópton katakóptōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2628
Top of Page
Top of Page