Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1765: ἐνισχύωἐνισχύω; 1 aorist ἐνισχυσα; (cf. Buttmann, 145 (127)); 1. intransitive, to grow strong, to receive strength: Acts 9:19 (here WH Tr marginal reading ἐνισχυθη); (Aristotle, Theophrastus, Diodorus, the Sept.). 2. transitive, to make strong, to strengthen (2 Samuel 22:40; Sir. 50:4; Hippocrates leg., p. 2, 26 ὁ χρόνος ταῦτα πάντα ἐνισχυει); to strengthen one in soul, to inspirit: Luke 22:43 (L brackets WH reject the passage).
Forms and Transliterations ενακόσιοι ενισχυθη ἐνισχύθη ενίσχυον ενισχυόντες ενισχύουσα ενίσχυσά ενισχύσαι ενίσχυσαν ενισχύσας ενίσχυσας ενίσχυσάς ενισχύσατε ενισχυσάτωσαν ενίσχυσε ενίσχυσέ ενισχύσει ενίσχυσεν ἐνίσχυσεν ενισχύσητε ενίσχυσον ενίσχυσόν ενισχύσουσιν ενισχύσω ενισχύσωμεν ενισχυων ενισχύων ἐνισχύων εννακόσια εννακόσιοι enischuon enischuōn enischusen enischyon enischyōn enischýon enischýōn enischysen eníschysenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|