1471. egkuos
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1471: ἔγκυος

ἔγκυος (WH ἐνκυος, see ἐν, III. 3.), ἐγκυον, for the more usual ἐγκύμων (from ἐν and κύω), big with child, pregnant: Luke 2:5. (Herodotus 1, 5 etc.; Diodorus 4, 2; Josephus, Antiquities 4, 8, 33.)

Forms and Transliterations
εγκύω ἐγκύῳ εγκωμιάζεται εγκωμιαζέτω εγκωμιαζομένων εγκωμιαζόντων εγκωμιάζουσιν εγκωμίου εγκωμίω εγρήγοροι έγχει εγχείρημα εγχειρήματος εγχειρίδιον εγχειρίδιόν ενέχεεν ενεχείρησαν ενεχείρησέ ενεχείρησεν ενεχείρισεν ενκυω ἐνκύῳ enkuo enkuō enkyo enkyō en'kýoi en'kýōi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1470
Top of Page
Top of Page