Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1316: διαχωρίζωδιαχωρίζω: to separate thoroughly or wholly (cf. διά, C. 2) (Aristophanes, Xenophon, Plato, others; the Sept.). Passive present διαχωρίζομαι ((in a reflexive sense) cf. ἀποχωρίζω) to separate oneself, depart, (Genesis 13:9, 11, 14; Diodorus 4, 53): ἀπό τίνος, Luke 9:33. Forms and Transliterations διακεχωρισμένοι διακεχωρισμένος διακεχωρισμένων διαχωρίζει διαχωρίζειν διαχωριζεσθαι διαχωρίζεσθαι διαχωρίζον διαχωρισθέντες διαχωρισθήναι διαχωρίσθητι διαχώρισον διάψαλμα διαψεύση δίγλωσσος διεχώρισεν διεχωρίσθησαν diachorizesthai diachorízesthai diachōrizesthai diachōrízesthaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |