Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1292: διάστημαδιάστημα, διαστήματος, τό ((διαστῆναι)), an interval, distance; space of time: ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα, Acts 5:7 ((ἐκ πολλοῦ διαστήματος, Aristotle, de audib., p. 800{b}, 5 etc.); τετραετες δδιαστημα Polybius 9, 1, 1; (σύμπας ὁ χρόνος ἡμερῶν καί νυκτῶν ἐστι διάστημα, Philo, alleg. leg. i. § 2 etc., see Siegfried under the word, p. 66)). Forms and Transliterations διαστημα διάστημα διάστηματα διαστήματος διαστημάτων diastema diastēma diástema diástēmaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |