1267. diamerismos
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1267: διαμερισμός

διαμερισμός, διαμερισμου, (διαμερίζω), division;

1. a parting, distribution: Plato, legg. 6, p. 771 d.; Diodorus 11, 47; Josephus, Antiquities 10, 11, 7; the Sept. Ezekiel 48:29; Micah 7:12.

2. disunion, dissension: opposite εἰρήνη, Luke 12:51; see διαμερίζω, 1.

Forms and Transliterations
διαμερισμοί διαμερισμον διαμερισμόν διαμετρήσαι διαμετρήσεις διαμετρήσεως διαμέτρησιν διαμέτρησις διαμετρήσω διαναπαύσει διεμέτρησε διεμέτρησεν diamerismon diamerismón
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1266
Top of Page
Top of Page