5336. phatné
Strong's Exhaustive Concordance
manager, stall.

From pateomai (to eat); a crib (for fodder) -- manager, stall.

Forms and Transliterations
εφάτνωσε εφάτνωσεν εφαύλισα εφαυλίσαμεν εφαύλισας εφαύλισε εφαύλισέ εφαύλισεν πεφατωνμένα πεφαυλισμένοι πεφαυλισμένος φάτναι φάτναις φάτνας φατνη φάτνη φάτνῃ φάτνην φατνης φάτνης φατνώμασιν φατνώματα φατνώματος φαυλίζει φαυλίζοντα φαυλίζοντες φαυλίσματα φαυλισμόν φαυλισμός φαυλισμώ φαυλίστρια phatne phatnē phátnei phátnēi phatnes phatnēs phátnes phátnēs
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
5335
Top of Page
Top of Page