Strong's Exhaustive Concordance to be in good healthFrom hugies; to have sound health, i.e. Be well (in body); figuratively, to be uncorrupt (true in doctrine) -- be in health, (be safe and) sound, (be) whole(-some). see GREEK hugies Forms and Transliterations υγιαίνει υγιαινειν υγιαίνειν ὑγιαίνειν υγιαίνεις υγιαινοντα υγιαίνοντα ὑγιαίνοντα υγιαινοντας υγιαίνοντας ὑγιαίνοντας υγιαινοντες υγιαίνοντες ὑγιαίνοντες υγιαινοντων υγιαινόντων ὑγιαινόντων υγιαίνουσα υγιαινουση υγιαινούση ὑγιαινούσῃ υγιαινουσης υγιαινούσης ὑγιαινούσης υγιαινουσι υγιαίνουσι ὑγιαίνουσι υγιαίνουσιν ὑγιαίνουσιν υγιαίνων υγιαινωσιν υγιαίνωσιν ὑγιαίνωσιν υγίειαν hygiainein hygiaínein hygiainonta hygiaínonta hygiainontas hygiaínontas hygiainontes hygiaínontes hygiainonton hygiainontōn hygiainónton hygiainóntōn hygiainosin hygiainōsin hygiaínosin hygiaínōsin hygiainouse hygiainousē hygiainoúsei hygiainoúsēi hygiainouses hygiainousēs hygiainoúses hygiainoúsēs hygiainousin hygiaínousin ugiainein ugiainonta ugiainontas ugiainontes ugiainonton ugiainontōn ugiainosin ugiainōsin ugiainouse ugiainousē ugiainouses ugiainousēs ugiainousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |