Strong's Exhaustive Concordance recompense, render, repay. From anti and apodidomi; to requite (good or evil) -- recompense, render, repay. see GREEK anti see GREEK apodidomi Forms and Transliterations ανταπεδίδοσάν ανταπέδωκα ανταπέδωκά ανταπέδωκας ανταπέδωκάς ανταπεδώκατε ανταπέδωκε ανταπέδωκέ ανταπέδωκεν ανταποδιδόντες ανταποδιδόντος ανταποδίδοται ανταποδίδοτε ανταποδίδοτέ ανταποδιδούσί ανταποδίδωσι ανταποδίδωσί ανταποδίδωσιν ανταποδοθησεται ανταποδοθήσεται ἀνταποδοθήσεται ανταπόδος ανταπόδοτε ανταποδουναι ανταποδούναι ανταποδούναί ἀνταποδοῦναι ἀνταποδοῦναί ανταποδώ ανταποδώς ανταποδώσει ανταποδώσεις ανταποδώσομεν ανταποδωσω ανταποδώσω ἀνταποδώσω ανταποδώσων antapodoso antapodōsō antapodṓso antapodṓsō antapodothesetai antapodothēsetai antapodothḗsetai antapodounai antapodoûnai antapodoûnaíLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |