Strong's Exhaustive Concordance signify. From sema (a mark; of uncertain derivation); to indicate -- signify. Forms and Transliterations εσημαινεν ἐσήμαινεν εσήμαναν εσήμανε εσήμανεν ἐσήμανεν σημαίνει σημαίνειν σημαινέτωσαν σημαινούσης σημαινων σημαίνων σημαναι σημάναι σημᾶναι σημάνατε σημανείς σημανείτε σημανή σημάνη σημανώ σημάνωσιν σημασία σημασίαν σημασίας σημασιών esemanen esēmanen esḗmanen semainon semaínon sēmainōn sēmaínōn semanai semânai sēmanai sēmânaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |