Strong's Exhaustive Concordance build again. From ana and oikodomeo; to rebuild -- build again. see GREEK ana see GREEK oikodomeo Forms and Transliterations ανοικοδομείν ανοικοδομείσθαι ανοικοδομείτε ανοικοδομηθή ανοικοδομηθήσεται ανοικοδομήσεις ανοικοδομησω ανοικοδομήσω ἀνοικοδομήσω ανοικοδομήσωμεν ανοικοδομούνται ανωκοδόμησαν ανωκοδόμησε ανωκοδόμησεν anoikodomeso anoikodomēsō anoikodomḗso anoikodomḗsōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |