Strong's Exhaustive Concordance search diligently. From ek and ereunao; to explore (figuratively) -- search diligently. see GREEK ek see GREEK ereunao Forms and Transliterations εξερευνήσατε εξερευνησάτω εξερευνήσεις εξερευνήσης εξερευνήσω εξερευνήσωσι εξερευνώντες εξερημούντα εξερημωθήσονται εξερημών εξερημώσαι εξερημώσει εξερημώσω εξερήμωσω εξηραυνησαν ἐξηραύνησαν εξηρευνήθη εξηρεύνησαν εξηρεύνησεν εξηρημωμένας εξηρημωμένοις εξηρήμωσα εξηρήμωσε εξηρήμωται εξήρψεν exeraunesan exeraúnesan exēraunēsan exēraúnēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |